- αὐτοπαθές
- αὐτοπαθήςspeaking from one's own feelingmasc/fem voc sgαὐτοπαθήςspeaking from one's own feelingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταὐτοπαθές — αὐτοπαθές , αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem voc sg αὐτοπαθές , αὐτοπαθής speaking from one s own feeling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιν — μιν, δωρ. τ. νιν (Α) (επικ. και ιων. αιτ. και σπανιότερα δοτ. ενικού αντωνυμίας για όλα τα γένη) 1. αυτόν, αυτήν, αυτό 2. (συχνά σε συνεκφορά) α) μιν αὐτόν, μιν αὐτήν χρησιμοποιούνται για έμφαση ως ισχυρότεροι τύποι β) αὐτόν μιν (ως αυτοπαθές ή… … Dictionary of Greek
παρασπώ — άω, Α 1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια 2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου 3. μτφ. αποσπώ 4. μέσ. παρασπώμαι αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου 5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι 6. (η μτχ.… … Dictionary of Greek